ἄγρυπνος — wakeful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγρυπνος — η, ο (Α ἄγρυπνος, ον) 1. αυτός που δεν κοιμήθηκε ή δεν μπόρεσε να κοιμηθεί, ο άυπνος 2. αυτός που έχει πάντα τεταμένη την προσοχή του, προσεκτικός, έτοιμος αρχ. 1. αυτός που εμποδίζει κάποιον να κοιμηθεί, που κρατάει κάποιον άυπνο 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
ἀγρυπνότερον — ἄγρυπνος wakeful adverbial comp ἄγρυπνος wakeful masc acc comp sg ἄγρυπνος wakeful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνότατον — ἄγρυπνος wakeful masc acc superl sg ἄγρυπνος wakeful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρύπνως — ἄγρυπνος wakeful adverbial ἄγρυπνος wakeful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγρυπνον — ἄγρυπνος wakeful masc/fem acc sg ἄγρυπνος wakeful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνότατοι — ἄγρυπνος wakeful masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνότατος — ἄγρυπνος wakeful masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνότεροι — ἄγρυπνος wakeful masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνότερος — ἄγρυπνος wakeful masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)